Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΕΛΛΑΔΑ-ΤΟΥΡΚΙΑ

ΣΜΥΡΝΗ 25/11/2015 



  

    Χθες βράδυ είδα την μαμά μου. Είχα μόλις ξαπλώσει για να κοιμηθώ , όμως  δεν είχα κοιμηθεί ακόμη  όταν την είδα ξαφνικά  μπροστά μου. Κανονικά θα ‘πρεπε να  τρομάξω, είναι φυσικό να  τρομάζει κανείς βλέποντας κάποιον που έχει πεθάνει.  Όμως το πρόσωπό της μαμάς μου ήταν τόσο ήρεμο και  φωτεινό .

  

          Σε όλη μου την ζωή την είχα συνηθίσει αυστηρή, όμορφη αλλά αυστηρή , μ’ εκείνο το απόμακρο ύφος  των ανθρώπων στους οποίους επιφύλαξε πολλά και δύσκολα η ζωή, αλλά κράτησαν πάντα την αξιοπρέπειά τους.  Όμως η  μαμά   μου δεν ήταν   αυστηρή χθες .Δεν ήταν η μαμά της Νέας Ιωνίας Βόλου, του προσφυγικού συνοικισμού στον οποίο  έζησε  από  δώδεκα χρονών   ως τον θάνατό της, εκεί όπου  γεννήθηκα και μεγάλωσα κι εγώ  .Ήταν  η μαμά  μου της Σμύρνης, της πόλης που γεννήθηκε ντυμένη με τα καλά της ρούχα τα ναυτικά και τα κατσαρά της μαλλιά στολισμένα φιόγκους μεταξωτούς,    τότε που  σεργιάνιζε με τον μπαμπά και την δίδυμη αδελφή της  στην  Προκυμαία , τότε  που έπαιζε με τις πορσελάνινες  κούκλες της  τα πρωινά της Κυριακής στη είσοδο του μαγαζιού παππού μου  στο γκιολ μπεζεστένι.

      Ήταν η μαμά μου που περίμενε πως και πώς να  μεγαλώσει για να φοιτήσει   στο  σχολείο απέναντι απ’ το σπίτι της  και να γίνει δασκάλα. Ο πόλεμος είναι πολύ άσκημο πράγμα. Αυτός που  σκοτώνει και δημιουργεί πρόσφυγες σκοτώνοντάς τους δυο φορές.



 Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό.






    Όμως η μαμά μου δεν ήταν καθόλου πικραμένη  χθες όταν ήρθε  να με συναντήσει. Αντίθετα   έλαμπε ολόκληρη    γιατί ήξερε τι θα της έλεγα αν μπορούσα να μιλήσω με τις σκιές αυτών που έχουν πεθάνει.

     «Μαμά  είμαι στην Πατρίδα ! θα της έλεγα. Και δεν είναι το ίδιο όπως τις άλλες φορές που βρέθηκα στην Σμύρνη,  θλιβερό πράγμα να νιώθεις τουρίστας στον τόπο της καρδιάς σου. Μαμά γύρισα για να συναντήσω ξανά τους φίλους μου,  γιατί έχω φίλους τώρα πια  εδώ μαμά όπως είχαν στην Σμύρνη ο παππούς και η γιαγιά, γιατί  χθες πήγα  στο σχολείο σου, δεν θα σπουδάσω βέβαια εκεί για να γίνω δασκάλα , μεγάλωσα πολύ για να  μπορώ να φανταστώ στον εαυτό μου με μαύρη ποδίτσα και σοσόνια. ΄Όμως  πήγα να συναντήσω  τα παιδιά, μερικά απ’ αυτά   είχαν  την ηλικία που είχες εσύ τότε την ευτυχισμένη εποχή, αυτή για την οποία μου μιλούσες από την πρώτη στιγμή που άνοιξα στον κόσμο τα μάτια μου   μέσα απ’ τα τραγούδια και τα νανουρίσματά σου».

     Όμως φυσικά και δεν μπορούσα να πω τόσα πράγματα σε κείνη την οπτασία από φως που είχε έρθει χθες στο δωμάτιό μου. Έτσι κι αλλιώς η μαμά μου ήξερε, οι ψυχές των ανθρώπων μπορούν να βρίσκονται παντού, αρκεί να τους αγαπάς και να τους θυμάσαι .  Η μαμά μου ήταν   στην Ρόδο    όταν  πρωτογνωριστήκαμε με τους Τούρκους συγγραφείς τους τωρινούς  μας φίλους,  ήρθε μαζί μας στην Κωνσταντινούπολη όταν συναντήσαμε    τα παιδιά  στα σχολεία  τότε που οι ανοιχτές αγκαλιές μεγάλων και μικρών μας έκαναν να   νιώσουμε  όχι γείτονες που έρχονται επίσκεψη , αλλά  συγγενείς που  γύριζαν απ’ τα ξένα. Είναι και σήμερα εδώ  ανάμεσά μας είμαι σίγουρη, σαν μια ανάσα, σαν μια ακτίνα φως.

     Αν  υπήρχε περίπτωση να ξαναγράψω ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΜΕ ΤΑ ΝΑΥΤΙΚΑ, το βιβλίο με την   ιστορία της  που ξεκινάει απ’ τις ευτυχισμένες μέρες των παιδικών της χρόνων στη Σμύρνη  και τελειώνει  σε έναν προσφυγικό  συνοικισμό , δεν θα άλλαζα ούτε λέξη. Γιατί   ήταν  η μαμά μου που μου έμαθε να αγαπώ κι όχι να μισώ  , να  πιστεύω  πως  οι άνθρωποι  μπορούν, φτάνει να το θέλουν , να ζήσουν μέρες σαν εκείνες των παιδικών της χρόνων,  τότε που  όλα ήταν μαλακά και ζεστά σαν αγκαλιά, οι άνθρωποι ρουφούσαν τα μπερικέτια της ανατολής και την αγάπη ο ένας του αλλουνού και ήταν ευτυχισμένοι. Ναι σίγουρα δεν θα άλλαζα ούτε λέξη  γιατί  την αλήθεια της ιστορίας της μαμάς μου την  ζω  η ίδια αυτή την στιγμή  !     

     Ζητώ την επιείκειά σας  για την συναισθηματική μου φόρτιση, ξέρω πως ο λόγος  για τον οποίο βρίσκομαι σε αυτό το βήμα δεν είναι να μοιραστώ μαζί σας σκέψεις και συναισθήματα,  που καθοδήγησαν την ζωή μου, που ήταν η ζωή μου ολόκληρη, το ‘ χουμε εμείς οι Σμυρνιοί να είμαστε υπερβολικά συναισθηματικοί , όμως  τώρα θα πρέπει να   έρθω στο    θέμα μας   αν και αναγκαστικά πάλι για συναισθήματα θα μιλήσω.

     Όταν με ρωτάνε τι είδους βιβλία γράφετε κυρία Δικαίου  απαντώ πως γράφω «βιβλία της καρδιάς». Μερικοί  το θεωρού αστείο , άλλοι με κοιτάνε περίεργα γιατί νομίζουν πως γράφω από κείνα τα βιβλία που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μιλάνε   για   έρωτες.  

Τους εξηγώ λοιπόν   πως όταν το λέω αυτό εννοώ πως    ποτέ τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν έχω ξεκινήσει να γράψω ένα βιβλίο   αν το θέμα του δεν  με έχει συγκινήσει τόσο,  που να θέλω  να το μοιραστώ και με άλλους αυτό το συναίσθημα .  

Ο Γκαίτε έλεγε: «Κανενός δεν θ΄ αγγίξεις την καρδιά, αν ο λόγος σου δεν βγαίνει απ΄ την καρδιά σου».

    Θα  έχετε την απορία σίγουρα τι μπορεί να συγκινήσει την καρδιά ενός συγγραφέα που γράφει βιβλία για εφήβους και παιδιά, ποια θέματα μπορούν να τον αγγίξουν. Μα οτιδήποτε απασχολεί κι όλους τους άλλους ανθρώπους.  Γεγονότα που συνέβησαν στον ίδιο, που του τα διηγήθηκε κάποιος,   ένα  ιστορικό  πρόσωπο ή ένα ιστορικό γεγονός .  

     Κι αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω απ΄ ό,τι παράξενο και στ΄ αλήθεια ανεξέλεγκτο οδηγεί ένα συγγραφέα να σταθεί μπροστά στο χάος. Σε πρόσωπα σκιές, σε καταστάσεις σκιές, σε τόπους σκιές καμιά φορά και να προσπαθήσει με το λίγο ή περισσότερο ταλέντο που έχει να του δώσει μορφή γράφοντας ένα βιβλίο.

     Γιατί ό,τι μιλάει στην καρδιά του συγγραφέα δεν είναι παρά  η αρχή μοναχά απ΄ την οποία καλείται να ξεκινήσει για να δώσει σ΄ αυτές τις σκιές μορφή. Μετά χρειάζεται  δουλειά πολλή και σκληρή μέχρι να φτάσεις κι αν μπορείς να ξεπεράσεις τα όρια του λίγου ή περισσότεροι ταλέντου που σου ΄χει δοθεί να επικοινωνείς μέσα απ΄ τα γραφτά σου με τους άλλους ανθρώπους. 

     Με άλλα λόγια ο συγγραφέας  που γράφει και  για παιδιά, χωρίς να αποκλείει  από το αναγνωστικό κοινό του τους μεγάλους  δουλεύει με τον ίδιο τρόπο που δουλεύει κι ο συγγραφέας που γράφει αποκλειστικά για μεγάλους. Με μια διαφορά. Πως αυτός ο συγγραφέας την στιγμή που γράφει, με μια μυστική διαδικασία που δεν έχει σχέση με τεχνικές, αλλά με χάρισμα μπορεί να γίνεται αυτόματα έφηβος ή μικρότερο παιδί, αυτό που υπήρξε κάποτε.  Γι αυτό  μιλάει για πράγματα που απασχολούν  πρώτα τα παιδιά κι ο τρόπος που θα τα πει είναι  ο δικός τους τρόπος.

     Όσο για την περίφημη αυτολογοκρισία του συγγραφέα που γράφει για παιδιά και τόσα έχουν ειπωθεί γι αυτή , μήπως κι ο συγγραφέας που γράφει για μεγάλους δεν κάνει στην δική του δουλειά, για διαφορετικούς λόγους το ίδιο;

     «Η καλύτερη αστυνομία για την λογοτεχνία, είχε πει ο Αντον Τσέχωφ είναι η κριτική συνείδηση του  συγγραφέα. Τίποτε καλύτερο δεν έχει βρεθεί κι ας ψάχνουν οι άνθρωποι ν΄ ανακαλύψουν κάποιο τέτοιο είδος αστυνομίας απ΄ την εποχή της δημιουργίας» .   

  Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις κι έχει ξοδευτεί κάμποσο μελάνι για να σχολιαστούν οι διαφορές ανάμεσα στους συγγραφείς βιβλίων  για μεγάλους και σ΄ εκείνους που απευθύνονται  με τα βιβλία τους πρώτα στα παιδιά .Για μένα αυτό που τους κάνει ουσιαστικά να ξεχωρίζουν είναι η επικοινωνία και η σχέση με τους αναγνώστες τους κι εγώ  τουλάχιστον το  νιώθω σαν αναγκαιότητα αφάνταστα γοητευτική και συγκλονιστική. Μα ταυτόχρονα αφάνταστα δύσκολη κι επίπονη. 

       Όταν εμείς, μεγάλοι άνθρωποι, κι εμένα τουλάχιστον μου συμβαίνει συχνά, γνωρίζοντας έναν αγαπημένο καλλιτέχνη, νιώθουμε μερικές φορές ότι για κάποιους λόγους απομυθοποιείται κι η γοητεία των έργων του χάνεται μαζί μ΄ αυτό, μπορούμε να φανταστούμε πόσο σημαντικό είναι να μην γίνεται  κάτι παρόμοιο στα παιδιά , όταν η ψυχούλα τους είναι άγραφο χαρτί όπου το κάθε τι μπορεί να γραφεί αμέσως και να μείνει για πάντα.

       Υπάρχει κάτι το μαγικό στην επικοινωνία του συγγραφέα παιδικών  και εφηβικών βιβλίων με  τους  εφήβους και τα παιδιά  όταν βρεθούν ο ένας αντίκρυ στους άλλους,   παρόλο που αυτό  συνήθως   γίνεται σ΄ έναν χώρο που δεν προσφέρεται για  καμιά μαγεία,  αφού συχνά  είναι   μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα σχολικών εκδηλώσεων.    

     Ο συγγραφέας ,   ακόμη και στην ιδανική περίπτωση, που τον έχουν καλέσει   σε ένα σχολείο όπου οι εκπαιδευτικοί έχουν προετοιμάσει τα παιδιά για την επίσκεψή σου και τα παιδιά έχουν διαβάσει τα βιβλία του,       

καλείται  να αγωνιστεί έναν αγώνα δύσκολο  σ΄ έναν στίβο που θα μπορούσε να τον ονομάσει «στίβο των εντυπώσεων» ,  να προσπαθήσει να κερδίσει  ή να χάσει αναγνώστες, όχι αναγνώστες του, θα ήταν ταπεινό, αναγνώστες γενικά, μέσα σε κάτι παραπάνω απ΄ το τίποτα για  ένα πράγμα τόσο σημαντικό. Στον πάντα περιορισμένο χρόνο δηλαδή  που έχει   όταν επισκέπτεται ένα σχολείο ή σε μια εκδήλωση βιβλιοπωλείου. 



      Εκεί έχεις ένα μονάχα «μαγικό» όπλο για να πολεμήσεις, αυτό το οποίο όφειλες να είχες χρησιμοποιήσει και όταν έγραφες τα βιβλία σου. Την ειλικρίνεια.   Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση απ΄ το βλέπεις τις κινήσεις των σωμάτων να  σταματάνε  σιγά σιγά και τις φωνές να καταλαγιάζουν, τα βλέμματα να μαλακώνουν  και τα πρώτα χέρια να σηκώνονται δειλά, να γίνονται τα πρώτα σχόλια.     Έχεις κερδίσει τις εντυπώσεις , τα επόμενα  είναι πολύ πιο  εύκολα, η μαγεία της επικοινωνίας  είναι γεγονός  το οποίο  συνήθως συνεχίζεται και μετά το τέλος της συνάντησης, καθώς τα περισσότερα παιδιά μαζεύονται γύρω σου με ερωτήσεις που δεν πρόλαβαν ή ντράπηκαν να κάνουν μπροστά σε όλους τους συμμαθητές τους. Ερωτήσεις για τα βιβλία γενικά για τα δικά σου  βιβλία σου  ακόμη και προσωπικές.   

     Είμαι σίγουρη πως αυτό το αίσθημα της απόλυτης πληρότητας που φέρνει μια τέτοια επικοινωνία είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να το νιώσει ένας συγγραφέας που γράφει αποκλειστικά για μεγάλους, γιατί εδώ δεν εισπράττεις την αποδοχή ή τον θαυμασμό μοναχά , αλλά πολλές φορές και   αγάπη .   Γιατί     το παιδί, έτσι όπως ταυτίζεται με τους ήρωες των βιβλίων ταυτίζεται και με τον συγγραφέα που γνωρίζει.  Αν καταφέρεις να σε  νιώσει δικό του, αν σ΄ αγαπήσει το παιδί, έχεις όλες τις πιθανότητες να   νιώσει δικό του και  να αγαπήσει  και το λογοτεχνικό βιβλίο.

Και τότε  αυτή η συνάντηση θα έχει αποκτήσει το αληθινό της νόημα   όχι μόνο για τους μικρούς μα και για μας τους  για μεγάλους .

 Ο Ντοστογιέφσκι έλεγε πως χωρίς τα παιδιά δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουμε.

      Κι  ο σκοπός της λογοτεχνίας  που απευθύνεται πρώτα στα παιδιά    είναι να τους γνωρίσει μέσα  απ΄ την τέχνη του λόγου, μέσα απ΄ την μουσική των  λέξεων,  την ζωή. Να την  γνωρίσει από  μια ιστορία που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του παιδιού καλώντας το να συμμετέχει με το να ταυτίζει τον εαυτό του με τους ήρωες, δείχνοντάς του  δρόμους και τρόπους να αντιμετωπίσει προβλήματα  και συνθήκες που θα βρει  στη ζωή μπροστά του.   

      Να γιατί είπα πριν πως  αν ο συγγραφέας καταφέρει να αγαπήσουν το λογοτεχνικό βιβλίο τα παιδιά,  η συνάντηση μαζί του  θα έχει αποκτήσει το αληθινό της νόημα  και για τους μικρούς μα και για μας τους μεγάλους .

Γιατί το   αν θα αγαπήσουν ή όχι το λογοτεχνικό βιβλίο  οι έφηβοι και τα παιδιά και κατά συνέπεια αν θα γίνουν ωριμότεροι και καλύτεροι άνθρωποι μεγαλώνοντας αφορά όλους μας αφού  στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών στηρίζεται το μέλλον της ανθρωπότητας.

Σας ευχαριστώ πολύ.